- μάσταξ
- μάσταξthat with which one chewsfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάσταξ — μάσταξ, ακος, ἡ (Α) 1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.) 2. μουστάκι 3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ , ἐπεί… … Dictionary of Greek
μάστακα — μάσταξ that with which one chews fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστακας — μάσταξ that with which one chews fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστακες — μάσταξ that with which one chews fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστακι — μάσταξ that with which one chews fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστακος — μάσταξ that with which one chews fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστακ' — μάστακα , μάσταξ that with which one chews fem acc sg μάστακι , μάσταξ that with which one chews fem dat sg μάστακε , μάσταξ that with which one chews fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Stachelaale — Mastacembelus armatus Systematik Ctenosquamata Acanthomorpha … Deutsch Wikipedia
μαστάζω — (Α) μασώ, τρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάσταξ «στόμα, σαγόνι» (πρβλ. βαστάζω, κλαστάζω)] … Dictionary of Greek
μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek